- διψῶδες
- διψώδηςthirstymasc/fem voc sgδιψώδηςthirstyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διψώδης — διψώδης, ες (Α) 1. διψασμένος 2. αυτός που προκαλεί δίψα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ διψῶδες η δίψα … Dictionary of Greek
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek